- διάνεμα
- και γιάνεμα, το [διανεύω]1. νεύμα, γνέψιμο2. σχήμα ή περίγραμμα αντικειμένου που κινείται3. φευγαλέα κίνηση, διαβατική μορφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάνεμα — το το νεύμα, το γνέψιμο: Έπιασα το διάνεμά του και δε μίλησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)